- μακρορρημονώ
- μακρορρημονῶ, -έω (Α)1. μιλώ διεξοδικά, μακρολογώ, φλυαρώ, μακρηγορώ2. λέγω περιττά πράγματα, απεραντολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -ρρημονῶ (< -ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. καλλι-ρρημονώ, μεγαλο-ρρημονώ].
Dictionary of Greek. 2013.